- αἰνῶν
- αἴνηpraisefem gen plαἰνέωtellpres part act masc nom sg (attic epic doric)αἰνόςdreadfem gen pl (epic ionic)αἰνόςdreadmasc/neut gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἴνων — Αἶνος tale masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴνων — αἴ̱νων , αἶνος tale masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ænon — Coordinates: 31°50′15″N 35°32′58″E / 31.8375°N 35.54944°E / 31.8375; 35.54944 … Wikipedia
Taufe Jesu — Johannes der Täufer tauft Jesus im Jordan. Farbradierung Die Taufe von Adi Holzer 1997. Die Taufe Jesu durch Johannes den Täufer steht am Beginn des öffentlichen Wirkens Jesu. Von ihr wird im Markusevangelium gleich zu Beginn (1,9–11 … Deutsch Wikipedia
AENON — locus Palaestinae ad Iordanem fluv. ubi D. Ioannes Baptista baptizabat, a Scythopoli 8. mill. pass. in Austrum. Locus hic non confundendus cum Aenan, ut Baronius facit, propterea quod utramque vocem significare fontem dicit Hieronym. Hic enim… … Hofmann J. Lexicon universale
εωθινός — ή, ό (ΑΜ ἑωθινός, ὸν) [ἕωθεν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εωθινό α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα β) εμβατήριο που… … Dictionary of Greek
Ανατολικά — Τροπάρια τα οποία ψάλλονται κατά τη μεταπασχαλινή περίοδο. Από αυτά, τέσσερα ψάλλονται κάθε Σάββατο στον μεγάλο εσπερινό (μετά τα αναστάσιμα τροπάρια) και άλλα τέσσερα κάθε Κυριακή στον όρθρο (μετά τα αναστάσιμα τροπάρια των Αίνων). Τα ίδια… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ψαλτήριο — Έγχορδο μουσικό όργανο νυκτό, που όπως φαίνεται προέρχεται από την ασσυριακή Σαμβύκη (σαβίκα ή σαμβούκα) και απαντάται στους αρχαίους Έλληνες και στους Εβραίους (ως νέμπελ). Στην Ευρώπη εισάγεται από την Ανατολή –ιδιαίτερα από τον 12o αι. και… … Dictionary of Greek
καταπιαίνων — κατά , ἀπό ἰαίνω heat pres part act masc nom sg καταπῑαίνων , κατά πιαίνω fatten pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)